- μπραζέρης
- ο см. μπ(ου)ραζέρης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπραζέρης — ο βλ. μπουραζέρης … Dictionary of Greek
μπουραζέρης — και μπραζέρης, ο εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αλβαν. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)